- στυρβάζω
- Α(δ. τ.) βλ. τυρβάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυρβάσαι — στυρβά̱σᾱͅ , στυρβάζω fut part act fem dat sg (doric) στυρβάζω aor inf act στυρβάσαῑ , στυρβάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρβάζω — ΝΜΑ, και συρβάζω και στυρβάζω Α [τύρβη /σύρβη] (μσν. ενεργ. και μέσ. τυρβάζομαι, αρχ. μόνον το μέσ.) (συν. με την προθ. περί) ασχολούμαι με κάτι επιδεικτικά νεοελλ. φρ. «περί πολλά τυρβάζει» είναι πολυπράγμονας, ανακατεύεται σε όλα μσν. γλεντώ,… … Dictionary of Greek